Η ψυχιατρική είναι η επιστήμη η οποία άμεσα συνδέεται με την ιατρική και η ιατρική της ταυτότητα είναι εμφανής βάση του τρόπου που χειρίζεται τους αρρώστους.
Η ψυχανάλυση είναι μια ψυχολογική θεωρια που εστιάζεται στην μελέτη όλων των δραστηριοτήτων του ανθρώπου. Ένα άλλο κριτήριο διαχωρισμού ψυχιατρικής και ψυχανάλυσης είναι «η πελατεία».
Η μεν ψυχανάλυση απευθύνεται σε μία ιδιωτική πελατεία συγκεκριμένου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου η οποία συνειδητά αναζητά απαντήσεις σε προσωπικά θέματα. Από την άλλη πλευρά η ψυχιατρική ασχολείται με άτομα με βαριά ψυχικά προβλήματα τα οποία ενίοτε βρίσκονται σε κοινωνική απομόνωση.
Ενώ ο διαχωρισμός φυσιολογικού – παθολογικού συναντάνται όχι μόνο στην ψυχιατρική αλλά και στην ψυχανάλυση, ακολουθούνται διαφορετικοί μέθοδοι αντιμετώπισης της ασθένειας.
Όσον αφορά στη ψυχιατρική το παθολογικό εντοπίζεται, γίνεται διάγνωση και χαρακτηρίζεται βάση ενός προδιαγεγραμμένου συστήματος ταξινόμησης και συνήθως αντιμετωπίζεται στο νοσοκομείο δηλαδή ορίζεται με απόλυτο και σαφή τρόπο και εστιάζεται στον εντοπισμό οργανικών αιτιών για κάθε ψυχική διαταραχή. Στόχος δηλαδή της ψυχιατρικής είναι να αναζητήσει τους μηχανισμούς που ευθύνονται για το πρόβλημα και να παρέμβει βιολογικά ή χημικά για την αποκατάστασή του.
Η ψυχανάλυση εμπεριέχει τον όρο «φυσιολογικό» και προτείνει μία βαθμιαία μετάβαση από το παθολογικό στο φυσιολογικό αποδραματοποιώντας τις διαστάσεις της ψυχικής ασθένειας σε σύγκριση με την ψυχιατρική. Σύμφωνα με την ψυχανάλυση εξετάζονται οι καθοριστικοί παράγοντες των ψυχολογικών φαινομένων στο εσωτερικό του ανθρώπου. Χρησιμοποιούνται οι έννοιες της συνείδησης, του πνεύματος, της σκέψης και του συναισθήματος.
Στο πεδίο της ψυχανάλυσης παρατηρείται σημαντική εξέλιξη από την εποχή του Freud και μετά διότι παρατηρείται διεύρυνση του αρχικού ερευνητικού και θεραπευτικού πεδίου της ψυχανάλυσης, το οποίο αρχικά περιοριζόταν στις νευρώσεις ενώ τώρα περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες ατόμων, παιδιών, γυναικών, ενηλίκων διαφόρων ηλικιών.
Διακρίνονται δύο τάσεις στο πλαίσιο της παγκόσμιας ψυχαναλυτικής κοινότητας. Η μία τάση βασίζεται στην αμιγή ψυχανάλυση ενώ η άλλη προσπαθεί να εντάξει την ψυχανάλυση σε σχήματα διδακτικά και θεραπευτικά πιο οικονομικά, πιο λειτουργικά και ευέλικτα δηλαδή αποτελεί διευκόλυνση της καθημερινότητας μας και εστιάζει στη βελτίωση των συνθηκών ζωής σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο.
Ο ψυχαναλυτής ακούει και παρεμβαίνει πάντα ψυχαναλυτικά σε όλες τις θεραπευτικές του πράξεις είτε αναφέρεται στην τυπική μορφή ψυχανάλυσης είτε όχι.
Η ψυχανάλυση μπορεί να συμβάλλει στην επιμόρφωση άλλων επαγγελματιών όπως ψυχολόγοι, ψυχίατροι, παιδαγωγοί.
Διαμέσου της ψυχανάλυσης έχει αποδειχθεί η ενεργή παρουσία των εμπειριών του παρελθόντος μέσα μας παρά τη θέλησή μας ακόμα και από την περίοδο της βρεφικής ηλικίας. Εμπειρίες, γεγονότα που διέτρεξαν το νου μας ή και το σώμα μας, εμπειρίες συνδεδεμένες με τις προσωπικές μας αναζητήσεις, η ανάγκη στήριξης, αποδοχής και αγάπης από τον άλλον είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη διαμόρφωση της εκάστοτε ψυχολογικής μας κατάστασης. Έτσι λοιπόν εστιάζει στη μεθοδολογία που θα μας επιτρέψει την πρόσβαση στο ασυνείδητο.
Η ψυχιατρική επηρεαζόμενη από τις ιατρικές της ρίζες δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει εκτός θεραπευτικού πλαισίου. Η επιρροή της μιας επιστήμης και της άλλης είναι δεδομένη, όμως τα όρια είναι λεπτά και θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή ούτως ώστε να μην απειλείται η ιδιαιτερότητα και η θέση της κάθε μιας απ’ τις δύο. Ενίοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνει επιπόλαια και επιφανειακή μεταφορά μεθόδων από το ένα πεδίο στο άλλο ή να γίνουν γενικεύσεις ή υπεραπλουστεύσεις που να οδηγήσουν σε αδιέξοδο.
Η ψυχολογία διακρίνεται για την αυτονομία της και έχει ως αντικείμενο μελέτης τον ψυχισμό του ανθρώπου και τη συμπεριφορά του ενώ ταυτόχρονα ερευνά τα διάφορα φαινόμενα, τους νόμους που διέπουν αυτά τα φαινόμενα που συναντάμε σ’ έναν ασθενή και να επιδράσει στη μεταβολή αυτών των φαινομένων. Η ψυχιατρική έχει διαφορετική ταυτότητα από την ψυχολογία λόγω των διαφορετικών μεθόδων όπως έχει ήδη αναφερθεί αλλά επίσης και λόγω του διαφορετικού προσανατολισμού και στάσης της. Εστιάζει στον ψυχικά πάσχοντα άνθρωπο και όχι στον ψυχισμό του ή στα ψυχολογικά ή κοινωνικά φαινόμενα που τον συνοδεύουν, χωρίς βέβαια να αδιαφορεί πλήρως.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το ταξίδι που οδηγεί στη βελτίωση του ψυχισμού ενός ατόμου και κατ’ επέκταση της ζωής του έχει δύο συνοδοιπόρους, τον ασθενή και το θεραπευτή. Ο δεύτερος επιτελεί λειτούργημα γιατί θα πρέπει να προσφέρει την αμέριστη συμπαράσταση και υποστήριξή του στον ασθενή προκειμένου αυτός να οδηγηθεί σε μία εσωτερική αναζήτηση, να ανιχνεύσει και την πιο απλή πτυχή του εαυτού του, να κάνει αναδρομή στις εμπειρίες του παρελθόντος να αναβιώσει το επώδυνο που οφείλεται σε καταστάσεις που τον σημάδεψαν και τέλος να εντοπίσει τα αίτια που ευθύνονται για ψυχολογικά του τραύματα. Έχοντας δίπλα του το θεραπευτή και εισπράττοντας την κατανόηση και την ενθάρρυνση απ’ αυτόν συνειδητοποιεί τι θέλει να αλλάξει στην ουσία και αντιλαμβάνεται πλέον ότι όλα είναι εφικτά και η λύση μπορεί να επιτευχθεί μέσα από ένα κλίμα εμπιστοσύνης και ασφάλειας. Η αυθεντικότητα είναι απαραίτητο χαρακτηριστικό στη σχέση των εμπλεκόμενων μελών. Η αποδοχή που ο θεραπευτής προσφέρει στον ασθενή τού δίνει την δυνατότητα να χαλαρώσει να αποκαλύψει τις αλήθειες, οδυνηρές ή μη που τον έχουν σημαδέψει στην πορεία της ζωής του και με μικρά και σταθερά βήματα να βρει τον εαυτό του και να θέσει τη σχέση του με τους άλλους σε καινούργιες βάσεις. Η διαδραστικότητα είναι παρούσα στη ζωή κάθε ανθρώπου αλλά ο θεραπευτής θα τον βοηθήσει να επιτευχθούν αυτά με υγιείς κοινωνικές σχέσεις. Η διαδικασία αυτή είναι ξεχωριστή γιατί βοηθά πρωταρχικά το θεραπευόμενο να ωριμάσει ενώ μπορεί έμμεσα να επιτευχθεί μια γενικότερη βελτίωση των δυνατοτήτων του και των δεξιοτήτων του, ούτως ώστε να γίνει ευκολότερη η προσέγγιση των στόχων του.
Η ζωή του αλλάζει, οι σχέσεις του αλλάζουν και με προσπάθεια και με αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι απολύτως βέβαιο ότι το αποτέλεσμα θα είναι καταλυτικό.